σειριόεις

σειριόεις
σειριό-εις, εσσα, εν, ([etym.] Σείριος)
A scorching,

ἥλιος Opp.C.4.338

;

ἀτμός Nonn.D.12.289

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σειριόεις — εσσα, εν, ΜΑ αυτός που προκαλεί ξηρασία, θερμός, καυστικός («σειριόεις ἥλιος», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • σειριόεντι — σειριόεις scorching masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειριόεντος — σειριόεις scorching masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”